ἐπίσχυον

ἐπίσχυον
нажимали

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ἐπίσχυον" в других словарях:

  • ἐπίσχυον — ἐπί̱σχῡον , ἐπισχύω make strong imperf ind act 3rd pl ἐπί̱σχῡον , ἐπισχύω make strong imperf ind act 1st sg ἐπίσχῡον , ἐπισχύω make strong imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπίσχῡον , ἐπισχύω make strong imperf ind act 1st sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισχύω — (Α ἐπισχύω) [ισχύω] νεοελλ. ναυτ. ενισχύω τα πλοία που καταδιώκουν τον εχθρό αποσπώντας μονάδες από την κύρια ναυτική δύναμη αρχ. 1. ενισχύω, δίνω δύναμη («καὶ φίλους ἐπωφελεῑν καὶ πόλιν ἐπισχύειν», Ξεν.) 2. (αμτβ.) είμαι, γίνομαι ισχυρός,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»